Αλαεντίν

Αλαεντίν
(; – 1330). Πρώτος νομοθέτης του οθωμανικού κράτους, δευτερότοκος ή, σύμφωνα με μερικούς, πρωτότοκος γιος του Οθμάν ή Οσμάν, ιδρυτή της αυτοκρατορίας. Παραιτήθηκε υπέρ του αδελφού του Ορχάν (1326) και περιορίστηκε στο αξίωμα του βεζίρη, που πρώτος αυτός ανέλαβε στην αυτοκρατορία. Εφάρμοσε πολλές μεταρρυθμίσεις, κυρίως οικονομικές και διοικητικές. Πήρε μέρος στη μάχη κοντά στο Πελεκάνο της Προποντίδας εναντίον των Βυζαντινών (1330). Λέγεται ότι δολοφονήθηκε από τον αδελφό του Ορχάν. Τάφηκε στην Προύσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αλαεντίν Καϊκομπάντ — Όνομα Σελτζουκιδών σουλτάνων του Ικονίου. 1. Α.Κ. Α’ (; – 1236). Γιος του Χοσρόη, διαδέχτηκε τον αδελφό του Κάι Κασίς Α’ στον θρόνο (1219). Οχύρωσε το Ικόνιο και τη Σεβάστεια και επεξέτεινε τα όρια του κράτους του σε βάρος των μωαμεθανών ηγεμόνων …   Dictionary of Greek

  • Αλαεντίν Καραμανί — (τέλη 14ου αι.). Τελευταίος ηγεμόνας του κράτους της Καραμανίας (Μικρά Ασία). Αγωνίστηκε κατά των Οθωμανών σουλτάνων Μουράτ Α’ και Βαγιαζίτ Α’. Ο στρατηγός Τιμουρτάς του Βαγιαζίτ τον αιχμαλώτισε και τον θανάτωσε. Μετά τον θάνατό του το κράτος της …   Dictionary of Greek

  • Καραμανίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων της Μικράς Ασίας, που οφείλει την ονομασία της στον Αρμένιο ιδρυτή της, Καραμάν. Ο ίδιος, ευνοούμενος του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου Αλαεντίν Α’ (1220 37), κατέλαβε με τη βοήθειά του ανώτατα αξιώματα και έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Αϊδίν μπέης — (13ος – 14ος αι. μ.Χ.). Εμίρης του κράτους των Σελτζουκιδών σουλτάνων του Ικονίου. Κατά τα τέλη του 13ου αι. όταν ήταν διοικητής ενός τμήματος της Λυδίας και μετά τον θάνατο του σουλτάνου Αλαεντίν Κεϊκομπάτ αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητος. Ίδρυσε… …   Dictionary of Greek

  • Αλαντίν πασάς — (14ος αι.). Βλ. λ. Αλαεντίν …   Dictionary of Greek

  • Ικόνιο — (τουρκ. Konya). Πόλη (υψόμ. 1.027 μ., 761.145 κάτ. το 2000) της νότιας Τουρκίας στην περιοχή της αρχαίας Λυκαονίας και πρωτεύουσα ομώνυμου νομού (38.157 τ. χλμ., 2.192.166 κάτ.). Το ανεπτυγμένο σιδηροδρομικό και αεροπορικό της δίκτυο, που τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”